-
1 ἀγριόφωνος
ἀγριό-φωνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγριόφωνος
-
2 ἀγριόφωνος
ἀγριό - φωνος: rude - voiced, of the Sintians of Lemnos, Od. 8.294†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγριόφωνος
-
3 ἀγριόφωνος
ἀγριό-φωνος, mit wilder, roher od. rauher Stimme od. Sprache -
4 αγριοφωνος
См. также в других словарях:
πολύφωνος — η, ο / πολύφωνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ή εκπέμπει πολλές φωνές, πολλούς τόνους ή φθόγγους, αυτός που βγάζει διαφορετικούς ήχους νεοελλ. μουσ. σχετικός με την πολυφωνία αρχ. 1. (για πουλιά και μουσ. όργανα) ποικιλόφωνος 2. αυτός που μιλάει… … Dictionary of Greek
υστερόφωνος — ον, ΜΑ αυτός που αντηχεί μετά από κάποιον άλλο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑστερόφωνον η αντήχηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + φωνος (< φωνή), πρβλ. ἀγριό φωνος, ὁμό φωνος] … Dictionary of Greek
τρομαλεόφωνος — ον, Α αυτός που έχει φωνή η οποία προξενεί τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρομαλέος + φωνος (< φωνή), πρβλ. ἀγριό φωνος]. τρομάμενος, η, ο, Ν (στον Ερωτόκρ.) αυτός που τρέμει από φόβο, τρομαγμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής μτχ. τρεμάμενος, κατ επίδραση τού… … Dictionary of Greek